κρησάρισμα

κρησάρισμα
το просеивание сквозь сито

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κρησάρισμα" в других словарях:

  • κρησάρισμα — το [κρησαρίζω] το κοσκίνισμα με την κρησάρα …   Dictionary of Greek

  • κρησάρισμα — το, ατος κοσκίνισμα με την κρησάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσκίνισμα — το, ατος 1. το πέρασμα από το κόσκινο, κρησάρισμα. 2. λεπτομερής εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»